Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

Πυρηνική ενέργεια και Γαλαξιακή Ομοσπονδία

                                                           Νικολέτα  Ε΄3

Η πυρηνική ενέργεια στη Γαλαξιακή Ομοσπονδία




































                                                                                

Κυριακή 18 Μαρτίου 2012




Ο βασιλαετός


                                                                                         Χαρά, Ε΄1

Ο καιρός σήμερα


Πυρηνική ενέργεια


                                                                       Γιάννης, Στάθης, Χριστόφορος,  Ε΄1

Η Γη


Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012





Τα αδέσποτα ζώα


Το χελιδόνι


Ο λύκος


Μουσείο Ελληνικής Παιδικής Τέχνης







Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

Οι απαράβατες αξίες του σύμπαντος


























                                              Λουκάς  Ε΄3

Οι ηθικές αξίες του σύμπαντος

                                                                                             Γιώργος, Ε΄3

Το θαύμα της δημιουργίας


                                                                                               Λεωνίδας, Ε΄3

Τα προβλήματα της Γης


Τα προβλήματα που έχει η Γη είναι η σπατάλη ενέργειας, το καυσαέριο, η μόλυνση των θαλασσών, τα μολυσμένα τρόφιμα, η υπερθέρμανση της γης τα οποία δημιουργούν έναν ασφυκτικό κλοιό, το γνωστό φαινόμενο του θερμοκηπίου. Και δυστυχώς για όλα αυτά φταίει ο αχόρταγος άνθρωπος!!!


                                                                                                     Εύη, Ε΄3

Το θαύμα της δημιουργίας


                                                                                           Μαριλένα, Ε΄3

Πυρηνική ενέργεια


Η απαγωγή


Μια μέρα ο Τζακ πριν φτάσει στο σχολείο του συνάντησε τον φίλο του τον Τζιμ. Ο Τζιμ του έδωσε μια πρόσκληση για τα γενέθλιά του. Την άλλη μέρα το απόγευμα πήγε στο πάρτι του Τζιμ και αφού διασκέδασαν και περασαν όμορφα, νύχτωσε και έπρεπε ο Τζακ να φύγει. Αναγκάστηκε να φύγει μόνος του γιατί οι γονείς του δεν μπορούσαν να τον πάρουν. Όταν έφτανε στο σπίτι του, ένας ψηλός, αδύνατος άντρας που φόραγε ασημένια στολή πλησίασε τον Τζακ και κλείνοντάς του στο στόμα τον πήρε αγκαλιά και τον έβαλε στον ιπτάμενο δίσκο του και έφυγαν. Από τότε δεν τον ξαναείδε ποτέ κανείς.

                                                                                    Γιάννης  Ε2




Η απαγωγή του Τομ


Κάποτε στο Λονδίνο της Αγγλίας ζούσε ο Τομ και η οικογένειάτου σε ένα μικρό σπίτι. Του άρεσε πολύ το ποδόσφαιρο και κάθε μέρα όταν τελείωνε τα μαθήματά του έπαιζε με τους φίλους του.
Μια μέρα σκέφτηκε να πάει στο δάσος για περίπατο με τους γονείς του. Ξαφνικά απομακρύνθηκε και είδε μια μεγάλη λάμψη. Εκεί βρίσκονταν δύο ψηλοί άντρες με ασημένια μονοκόμματη φόρμα και μπότες στο ίδιο χρώμα, εφαρμοστές στα πόδια τους. Στο κεφάλι τους φορούσαν ένα μεταλλικό κράνος που έφτανε μέχρι τους ώμους τους. Είχαν μπροστά ένα τετράγωνο παραθυράκι και ήταν δύσκολο να διακρίνεις τα χαρακτηριστικά τους. Τον πήραν μαζί τους κι εκείνος φώναζε αλλά οι γονείς του δεν τον άκουσαν.
Οι γονείς του ανησυχούσαν πολύ που έλειπε το παιδί τους για τρεις μήνες. Τηλεφωνούσαν στους συγγενείς τους αλλά τίποτα. Γύρισε ύστερα από πέντε μήνες χωρίς να θυμάται τι έγινε.

                                                                                           Γιώργος, Ε2

Η παράξενη εξαφάνιση


Σε μια μικρή πόλη της Ιταλίας, ζούσε ένα δωδεκάχρονο κορίτσι. Το όνομά της ήταν Μόνικα. Η Μόνικα έμενε σε ένα μικρό πέτρινο σπίτι μαζί με τους γονείς της. Περνούσε πολύ ωραία. Το πρωί πήγαινε στο σχολείο και το απόγευμα στις δραστηριότητές της. Όταν είχε χρόνο όμως έπαιζε με τις φίλες της.
Ήταν καλοκαίρι και τα σχολεία μόλις είχαν κλείσει. Η Μόνικα είχε πάει στο πάρκο να παίξει με τα παιδιά της γειτονιάς. Όταν γυρνούσε είχε νυχτώσει για τα καλά. Ξαφνικά άρχισαν να ακούγονται βήματα. Η Μόνικα ένιωθε ότι κάποιος την παρακολουθούσε. Τελικά δεν είχε κι άδικο. Μετά από λίγο δύο άντρες με ασημί στολές παρουσιάστηκαν μπροστά της. Την πήραν από το χέρι. Δεν πρόλαβε να φωνάξει βοήθεια, είχε κιόλας αποκοιμηθεί.

                                                                                    Μαριλέτα, Ε2


Η εξαφάνιση του Άκη



Ένα από τα παιδιά που εξαφανίστηκαν ήταν και ο Άκης. Ο Άκης ήταν δέκα χρονών και ζούσε στην Αθήνα. Εκείνη την ημέρα ο Άκης είχε τα γενέθλιά του και ετοίμαζε ένα πάρτυ. Βοηθούσε τη μητέρα του στις ετοιμασίες.
Κάποια στιγμή του ζήτησε να φέρει κάποια πράγματα από το δωμάτιο για να στολίσουνε το σπίτι. Όταν ο Άκης ανέβηκε στο δωμάτιό του, άνοιξε την πόρτα και μια λάμψη τον τύφλωσε. Από τη λάμψη βγήκε μια φιγούρα με ασημένια στολή και κράνος. Έπιασε τον Άκη από το χέρι και τον τράβηξε μέσα στη λάμψη.
Καθώς περνούσε η ώρα, η μητέρα του πρόσεξε ότι ο Άκης δεν ερχόταν και άρχισε να τον ψάχνει σε όλο το σπίτι.
Από εκείνη την ημέρα ο Άκης δεν εμφανίστηκε ξανά...

                                                                             Φιλοποίμην, Ε2


Η εξαφάνιση της Πέτια


Ήταν φθινόπωρο στη Σόφια της Βουλγαρίας. Είχε πολύ κρύο κι όλοι ήταν στα σπίτια τους, δίπλα στην αναμμένη τους σόμπα. Οι γονείς της Πέτιας είχαν αρρωστήσει κι έτσι πήγαν στον γιατρό. Η Πέτια ήταν μόνη της στο σπίτι και επειδή δεν είχε τίποτα να κάνει άνοιξε την τηλεόραση.
Ξαφνικά άκουσε ένα δυνατό θόρυβο απ’ έξω λες και ένα πελώριο πράγμα ακούμπησε πάνω στη γη. Η Πέτια βγήκε έξω τρομαγμένη και είδε δύο άντρες να βγαίνουν από μία σφαίρα που είχε τρία πόδια για να στηρίζεται. Η Πέτια ένιωσε να της λένε «μη φοβάσαι καθόλου, δε θα σου κάνουμε κακό» αλλά δεν έφτασε τίποτα στα αυτιά της. Μιλούσαν μέσα από ένα είδος τηλεπάθειας. Η Πέτια πήγε κοντά τους σαν υπνωτισμένη και μπήκε μέσα μαζί τους. Τότε έκλεισε αμέσως η πόρτα και με αστραπιαία ταχύτητα η σφαίρα  χάθηκε στον ουρανό απ’ όπου είχε έρθει.
 Όταν γύρισαν οι γονείς της, έψαχναν στο σπίτι για την Πέτια. Μετά βγήκαν έξω για να δουν μήπως είναι εκεί αλλά πάλι έλειπε. Όλοι ανησύχησαν γιατί η Πέτια ήταν το καλύτερο παιδί και όλοι τη συμπαθούσαν πάρα πολύ.
Σιγά σιγά όμως το γεγονός ξεχάστηκε γιατί ήρθαν πιο επίκαιρα και πιο σημαντικά γεγονότα. Όμως οι συγγενείς της Πέτιας ποτέ δεν την ξέχασαν!

                                                                                       Άννα, Ε2


Η εξαφάνιση



Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια οικογένεια ζούσε μια οικογένεια. Αυτή η οικογένεια είχε δύο παιδιά. Των παιδιών τους άρεσε πολύ να δουλεύουν. Για αυτό ο μπαμπάς τους πήρε ένα μαγαζί που θα δούλευαν και αυτά.
Μια μέρα, καθώς τα παιδιά γυρνούσαν σπίτι τους μόνα τους από το δάσος, είδαν ένα φως αλλά το αγνόησαν. Ξαφνικά, ένας μεγάλος άνθρωπος με ασημένια στολή, κράνος και μπότες μαύρες βγήκε από το δάσος. Τα δύο παιδιά τρόμαξαν και στάθηκαν ακίνητα. Ο άνθρωπος άρπαξε τα παιδιά μα κανείς δεν το είδε αυτό.
Οι γονείς των παιδιών σκέφτονταν συνέχεια τα παιδιά τους. Πήγαν και το είπαν παντού, οι κάτοικοι τρομοκρατήθηκαν. Μετά από χρόνια το γεγονός ξεχάστηκε μα μόνο οι γονείς των παιδιών το θυμούνταν.

                                                                              Παναγιώτα, Ε2

Η εξαφάνιση της Έλενας



Στη Γερμανία, σ’ ένα μικρό χωριό ζούσε ένα κορίτσι που το έλεγαν Έλενα. Είχε μεγάλες φιλοδοξίες για το μέλλον. Ήθελε να γίνει γιατρός. Το χωριό της ήταν μικρό και δεν ήταν ό,τι καλύτερο για τη δεκάχρονη. Δεν είχε ούτε ιατρική σχολή ούτε κάποιο πανεπιστήμιο. Παρά τη νεαρή της ηλικία, η Έλενα ήταν ιδιαίτερα ευφυές παιδί, ασχολούνταν με την ιατρική με τον δικό της τρόπο. Διάβαζε βιβλία σχετικά με αυτή και έψαχνε πληροφορίες για ό,τι θέμα την απασχολούσε. Επίσης, ήταν πολύ καλή στο να βρίσκει τρόπους να κάνει τον κόσμο καλύτερο από την πλευρά της οικολογίας και ασχολούνταν με το αν υπάρχει ζωή σε άλλο πλανήτη.
Για τους λόγους αυτούς αναγκάστηκε να μετακομίσει στο Βερολίνο και να πάει στο ανώτερο σχολείο, για τα παιδιά που έχουν ανώτερο επίπεδο νοημοσύνης. Μετά τη μετακόμιση ήταν πολύ ευχαριστημένη που το όνειρο της θα γινόταν πραγματικότητα και κάθε μέρα γινόταν όλο και πιο καλή στα μαθήματα και συγχρόνως γνώριζε φίλους. Κάθε μέρα που περνούσε γνώριζε πιο πολλά ενδιαφέροντα πράγματα. Απέκτησε τη συνήθεια να πηγαίνει καθημερινά στο δασάκι που ήταν κοντά στο σπίτι της και να μελετά τα φυτά. Οι γονείς χαίρονταν πολύ για τη πρόοδό της.
Μια μέρα λοιπόν, οι γονείς της αποφάσισαν να φωνάξουν τους φίλους και τις φίλες της για ένα πάρτυ έκπληξη. Καθώς αυτή θα γυρίζε από τη βόλτα της από το δάσος, θα τους έβλεπε και θα χαιρόταν.
Και εκείνη η μέρα έφτασε. Η Έλενα πήγε στο δάσος και μελέτησε όλα αυτά που ήθελε. Καθώς γυρνούσε σπίτι της, είδε πίσω από τα δέντρα κάτι παράξενο. Πήγε κοντά και τι να δει; Ένας άντρας με υπερφυσικό ύψος και ασημένια στολή και ένα παράξενο μεταφορικό μέσο (σαν διαστημόπλοιο). Ήταν σαν να της μιλούσε τηλεπαθητικά. Το δέος που την κυρίευε, έφυγε και στη θέση του ήρθε η περιέργεια. Προχώρησε σαν υπνωτισμένη και μπήκε στο μεταφορικό του μέσο. Όταν ήθελε να φύγει ήταν πολύ αργά. Κοιμήθηκε σε έναν ύπνο χωρίς όνειρα, χωρίς φόβους, σαν να ήξερε ότι κάτι καλό την περιμένει.
Στο σπίτι της, γονείς και φίλοι περίμεναν ώρες πολλές. Ειδοποίησαν και την αστυνομία, μα τίποτα. Την επόμενη μέρα πήγαν στο δάσος και είδαν μια περιοχή ξερή, έναν κύκλο, ενώ το υπόλοιπο δάσος ήταν καταπράσινο, άλλωστε ήταν άνοιξη. Μερικούς μήνες αργότερα η ιστορία είχε ξεχαστεί, μόνο οι γονείς της θυμούνταν το κορίτσι.

                                                                                      Ελπίδα, Ε2

Η εξαφάνιση της Κάρεν


Βρισκόμαστε στη Μελβούρνη, μια πόλη της Αυστραλίας. Εκεί κατοικεί και ένα μικρό εντεκάχρονο κορίτσι, η Κάρεν. Το όνειρό της είναι να τραγουδήσει όπερα. Σήμερα το «Opera House» του Σύδνευ σε δύο ώρες θα παρουσιάσει όπερα. Οι γονείς της Κάρεν φεύγουν για να πάνε εκεί και δεν της επιτρέπουν να πάει μαζί τους, γιατί έχει να κάνει τα μαθήματά της.
Η Κάρεν είναι μόνη στο σπίτι. Κάνει τα μαθήματά της όταν ξαφνικά ακούει όπερα. Πηγαίνει στο σαλόνι και διαπιστώνει ότι η τηλεόραση είναι κλειστή. Ακούγεται προς τον κήπο. Είναι λες και η όπερα είναι έξω από το σπίτι της. Ανοίγει την πόρτα όταν ξαφνικά βλέπει δύο άντρες με ασημένια στολή, μπότες και κράνος. Πιστεύει ότι η όπερά της βρίσκεται σε αυτά τα πλάσματα και κατευθύνεται προς αυτά. Τώρα πια τα πλάσματα και η Κάρεν μπαίνουν στο διαστημόπλοιο καθώς χάνονται στο σκοτάδι. Άραγε η Κάρεν βρήκε την όπερά της;
Οι γονείς της Κάρεν επιτέλους γύρισαν. Έψαχναν την Κάρεν μα δεν την έβρισκαν πουθενά. Στον κήπο εντόπισαν βήματα από γιγάντιες μπότες. Οι γονείς της Καρεν πίστευαν ότι την είχαν απαγάγει. Συγγενείς και φίλοι έψαχναν ασταμάτητα όμως η Κάρεν δε βρέθηκε.

                                                                             Μελίνα Κουτρούμπα Ε2


Η εξαφάνιση


 Μια ηλιόλουστη μέρα ξημέρωσε στην Αθήνα, στην περιοχή της Πετρούπολης. Η Μαρίνα, ένα δεκάχρονο κορίτσι, διάνοια στα Μαθηματικά, ξεκίνησε από νωρίς τα μαθήματά της. Ήταν Σάββατο κι έτσι είχε πολύ χρόνο, ώστε να τελειώσει νωρίς και να προλάβει να κάνει τις προετοιμασίες για το πάρτυ της το απόγευμα. Πήγε με τη μαμά της να αγοράσουν τα απαραίτητα από το σούπερμάρκετ και ύστερα στο ζαχαροπλαστείο για την τούρτα.
Όταν ήρθε η ώρα για το πάρτυ, η Μαρίνα ήταν πολύ χαρούμενη γιατί τα είχε οργανώσει όλα. Τα παιδιά άρχισαν να φεύγουν από το σπίτι της κατά τις δώδεκα και μισή κι έτσι εκείνη κατά τις μία βρήκε χρόνο να ανοίξει τα χιλιάδες δώρα που της είχαν φέρει οι συμμαθητές της.
Οι γονείς της είχαν αποκοιμηθεί, όταν εκείνη άνοιγε και την τελευταία τσάντα. Ξαφνικά, ένας ιπτάμενος δίσκος που με το φως του φώτιζε όλη τη γύρω περιοχή προσγειώθηκε στο μπαλκόνι του σπιτιού της Μαρίνας. Ήταν στρογγυλός και είχε τέσσερα τετράγωνα παράθυρα. Εκείνη, παραξενεμένη που κανείς δεν είχε καταλάβει τίποτα, βάλθηκε να κοιτάζει το θεόρατο άνδρα που βγήκε από το δίσκο. Είχε υπερφυσικό ύψος και φορούσε ασημένια, ολόσωμη στολή με ασημένιο κράνος και μπότες. Μπήκε στο δωμάτιο της Μαρίνας μέσα από τη μπαλκονόπορτα, χωρίς να την ανοίξει και της μιλούσε από το ανύπαρκτο στόμα του... Οι σκέψεις του πλάσματος έλκυαν το δεκάχρονο κορίτσι που σαν υπνωτισμένο μπήκε μαζί του στο δίσκο και ύστερα χάθηκαν στην αγκαλιά του μαύρου ουρανού.
Τις επόμενες ημέρες συγγενείς και φίλοι ήταν σοκαρισμένοι από την αλλόκοτη εξαφάνιση της Μαρίνας και ύστερα από χρόνια ο άδικος χαμός του κοριτσιού ξεχάστηκε.

                                                                                         Αντωνία, Ε2

Οι εξαφανίσεις των παιδιών


 Η Ρουμανία είναι μια χώρα που έχει πρωτεύουσα το Βουκουρέστι. Εκεί ζούσε ένα παιδί το οποίο λεγόταν Κλαούντιο. Είχε δύο αδέρφια, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Ο Κλαούντιο ήταν δεκαπέντε χρονών όταν εξαφανίστηκε καθώς πήγαινε βόλτα με τους φίλους του. Πήγαινανε στη θάλασσα να κάτσουν αλλά ο Κλαούντιο μπήκε σε μια σπηλιά και οι φίλοι του τον έψαχναν πολλές ώρες. Όταν δεν τον βρήκαν, ανησύχησαν και πήγαν στη μαμά του. Αλλά ούτε εκείνη ήξερε που ήταν. Οι ώρες περνούσαν και ακόμη το παιδί δεν είχε έρθει.
Την επόμενη μέρα εξαφανίστηκε ένα κορίτσι που την έλεγαν στεφανία και είχε τρία αδέρφια αγόρια. Και αυτή εξαφανίστηκε κάπως έτσι. Και αυτή μπήκε στην ίδια σπηλιά, την ψάχνανε πολλές ώρες. Μέχρι που ξημέρωσε το κορίτσι δεν είχε γυρίσει, ούτε και το αγόρι. Δεν ήξεραν ποιος τους πήρε. Ψάχνανε πολλές μέρες. Οι μέρες περνούσαν μα τίποτα. Οι οικογένειές τους έκλεγαν.
Μια μέρα εξαφανίστηκαν δύο ακόμη παιδιά. Το ένα το λέγανε Μάριο και το άλλο Ματέο. Πήγαιναν βόλτα μαζί. Ο Μάριο και ο Ματέο παίζανε μπάλα ώσπου ήρθε κάποιος που τους πήρε. Το κινητό του Μάριο έπεσε κάτω. Κάποιος είδε ποιος τους πήρε. Αυτός που είδε το γεγονός είπε ότι τους πήρε ένας ιπτάμενος δίσκος αλλά δεν τον πίστεψαν. Πέρασαν μέρες και στη χώρα δεν έμεινε κανένα παιδί. Μια μέρα βρήκαν το κινητό του Μάριου. Όλοι οι γονείς της χώρας έψαχναν για τα παιδιά τους. Κανένας γονιός δεν ήξερε που πήγαν τα παιδιά τους.
Κάθε μέρα εξαφανίζονταν δέκα παιδιά. Πέρασε ένας χρόνος και εξαφανίστηκαν 3.650 παιδιά, αγόρια και κορίτσια, χωρίς ποτέ κανείς να μάθει ποιος τα πήρε.

Στεφανία, Ε2


Η εξαφάνιση της Μαρίας


Η Βούτενα, ένα μικρό χωριό της Μεσσηνίας, βρίσκεται πάνω σε ένα βουνό με στενούς δρόμους, μικρά σπίτια και ένα πυκνό δάσος με πολύ όμορφα λουλούδια και δέντρα.
Μια μέρα τρεις αδερφές, η Κατερίνα, η Χριστίνα και η Μαρία είχαν παέι στο δάσος για να παίξουν μπάλα. Τότε η Κατερίνα πήρε τη μπάλα και την πέταξε πολύ μακριά και η Μαρία πήγε να την πάρει. Όταν βρήκε τη μπάλα, συνειδητοποίησε ότι είχε απομακρυνθεί πολύ από τις αδερφές της και είχε φοβηθεί λιγάκι.
Ξαφνικά, άκουσε ένα θόρυβο πίσω από ένα μεγάλο θάμνο. Είχε πλησιάσει πολύ κοντά στο θάμνο, όταν ένας άντρας εμφανίστηκε με ασημένια ολόσωμη φόρμα, μπότες και κράνος. Πήρε τη μικρή στα χέρια του και εξαφανίστηκαν χωρίς κανένα ίχνος.
Οι αδερφές της που την περίμεναν για αρκετή ώρα, ανησύχησαν και πήγαν να δουν τι είχε συμβεί. Έψαξαν όλο το δάσος για να βρουν τη Μαρία, αλλά δε τη βρήκαν πουθενά. Τότε η Χριστίνα σκέφτηκε μήπως είχε πάει στο σπίτι της φίλης της για να την πάρει να παίξει μαζί τους. Όταν έφτασαν στο σπίτι της φίλης της Μαρίας, τη ρώτησαν άμα είχε έρθει αλλά απάντησε πως δεν την είχε δει.
Μετά πήγαν στο σπίτι να δουν μήπως είχε ξαπλώσει, επειδή είχε κουραστεί αλλά το σπίτι ήταν άδειο. Το είπαν στην αστυνομία. Έψαχναν μέρες ολόκληρες και πάλι δε βρήκαν τη Μαρία.
Μετά από τρεις μήνες το γεγονός είχε ξεχαστεί αλλά οι αδερφές της συνέχιζαν να τη σκέφτονται και ήλπιζαν πως θα εμφανιστεί ξανά.

                                                                             Κωνσταντίνα, Ε2

Ένα περίεργο συμβάν



Η Φιλανδία είναι ένα από τα πιο ωραία μέρη της Ευρώπης. Βρίσκεται ανατολικά της Σουηδίας και δυτικά της Ρωσίας.
Το Ιβαλο είναι μια βόρεια περιοχή της Φιλανδίας. Είναι μια περιοχή που συνήθως τη στολίζει το μουντό αυτό άσπρο χρώμα που συνήθως στολίζει όλη τη Φιλανδία.
Ο Πήτερ είναι ένα δεκαεξάχρονο αγόρι που από μικρός ήθελε να περάσει στη σχολή μηχανικών αεροσκαφών. Ήταν ένα αγόρι με υψηλούς στόχους.
Καθώς ο Πήτερ περίμενε με ανυπομονησία τις χριστουγεννιάτικες διακοπές, ανακοίνωσε στους γονείς του ότι ήθελε να πάει διακοπές μαζί με τους φίλους του Ντέιβιντ και Πατ. Τα τρία αγόρια θα πήγαιναν στο Όσλο της Νορβηγίας. Έτσι λοιπόν, οι γονείς του, που σχεδόν δεν έφερνα ποτέ αντίρρηση στο μοναχογιό τους Πήτερ, τον άφησαν.
Ο Πήτερ ενθουσιασμένος από τα νέα, ετοίμασε τη βαλίτσα του και μετά από δύο μέρες αναχώρησε με τους φίλους του για το Όσλο. Φτάνοντας στο Όσλο τα τρία νεαρά αγόρια κατέφθασαν στο ξενοδοχείο κουρασμένα και έπεσαν για ύπνο.
Καθώς η ώρα περνούσε, ο Πατ και ο Ντέιβιντ αποκοιμήθηκαν και μόνο ο Πήτερ ήταν ξύπνιος. Ο Πήτερ, καθώς ήταν έτομος να κοιμηθεί, είδε ένα εκτυφλωτικό φως να ερχεται από τον ουρανό. Πήγε στο παράθυρο και είδε μια ανθρώπινη, πανύψηλη μορφή να του λέει να ανοίξει το παράθυρο. Χωρίς φόβο αλλά με αγωνία για το ποιον θα συναντούσε, άνοιξε το παράθυρο και τον πλησίασε. Ναρκωμένος θέλησε να πάει στο όχημα που μετέφερε τον πανύψηλο αυτόν άντρα. Μετά καθώς σιγά-σιγά άρχισε να συνέρχεται θέλησε να φύγει αλλά ήταν πια αργά.
Το πρωί οι δύο φίλοι που είδαν ότι ο Πήτερ έλειπε, κάλεσαν τους γονείς του.Αυτοί ρώτησαν όλους όσους έμεναν εκεί αν είδε κάποιος το αγόρι τους. Μόνο ένας γέρος έλεγε ότι ένας πανύψηλος άντρας ήρθε και τον πήρε και τον έβαλε σε ένα διαστημόπλοιο και έφυγαν. Αλλά ποιος θα πίστευε ένα γέρο πο δέκα χρόνια της ζωής του τα είχε περάσει στο τρελοκομείο;
Τελικά όλα γίνονται σε αυτόν τον κόσμο...

                                                                               Αναστασία, Ε2

Η εξαφάνιση της Μαριάννας








 Η Μαριάννα ήταν ένα φτωχό κορίτσι το οποίο ζούσε στην πόλη μαζί με τους γονείς της. Η Μαριάννα είχε σπουδαία όνειρα για το μέλλον. Ήθελε να γίνει μια σπουδαία χορεύτρια και να ανοίξει τη δική της σχολή. Αγαπούσε πολύ τα παιδιά και γι’ αυτό αποφάσισε να κάνει αυτό το επάγγελμα αλλά και επειδή ήταν πολύ καλή σε αυτό που έκανε.
Μια μέρα αποφάσισε  με την οικογένειά της να πάνε εκδρομή στο Μαίναλο να κάνουν σκι. Όταν έφτασας εκεί, εκείνη έβαλε τα γάντια και το σκούφο και άρχισε να κάνει σκι. Όπως έκανε σκι, ξαφνικά είδε ένα φως πολύ λαμπερό σαν αστέρι. Το πλησίασε και ξαφνικά είδε ένα παράξενο άνθρωπο με ασημένια στολή και ένα μεγάλο κράνος. Ο άντρας της μίλαγε αλλά εκείνη δεν καταλάβαινε τι της έλεγε, όμως η καρδιά της της έλεγε ότι ήταν καλός άνθρωπος και έτσι την πήρε και την πήγε μέσα στο διαστημόπλοιο.
Οι γονείς της τότε άρχισαν να την ψάχνουνε, έκλεγαν μέρα νύχτα. Αλλά όταν πέρασε σχεδόν ένας μήνας, την ξέχασαν και όλα ησύχασαν.

                                                                                             Ματίνα, Ε2

Η εξαφάνιση του κοριτσιού

Το Μπαλαμπάνσκο είναι ένα μικρό χωριό στη Βουλγαρία κοντά σε ένα πολύ μεγάλο βουνό. Οι κάτοικοι πενήντα όλοι κι όλοι ψώνιζαν από ένα μαγαζί στη μέση της πλατείας. Προς το στενό μονοπάτι για το δάσος υπήρχε μια βρύση. Όλοι γέμιζαν από εκεί τα μπουκάλια τους με νερό.
Η Μαριάννα ζούσε μαζί με τους γονείς της σε ένα σπίτι στο κέντρο του χωριού. Ήταν δεκατεσσάρων χρονών. Το όνειρό της ήταν να πάει σε μια μεγάλη πόλη και να σπουδάσει πληροφορική.
Ένα καλοκαιριάτικο Σάββατο η Πηνελόπη, η μητέρα της Μαριάννας, της ζήτησε να πάει μέχρι τη βρύση για να γεμίσει τα μπουκάλια με νερό. Όταν έφτασε, σκέφτηκε να πάει μέχρι το δάσος να κόψει για τη μαμά της μερικά από  τα αγαπημένα της λουλούδια, επειδή είχε τη γιορτή της. Άφησε τα μπουκάλια στη βρύση και ξεκίνησε το δρόμο προς το δάσος.
Προς το δρόμο σαν κάτι να την έσπρωξε. Γύρισε απότομα το κεφάλι της δεξιά και είδε ένα δυνατό φως. Η Μαριάννα το κοίταξε παράξενα. Το φως όλο και δυνάμωνε. Έγινε μια φωτεινή σφαίρα και άρχισε να αιωρείται πάνω από το μονοπάτι. Ύστερα, κάθισε αθόρυβα στο μονοπάτι. Σιγά σιγά η λάμψη της έσβηνε. Έμεινε μόνο μια αδιόρατη αίγλη τριγύρω της.
Η Μαριάννα δεν ένιωθε φόβο μόνο έκπληξη και απορία. Την έτρωγε η περιέργεια να μάθει τι ήταν το φως που είχε κατέβει από τον ουρανό. Όταν το πλησίασε είδε ότι ήταν ένα μεταλλικό αντικείμενο, ολοστρόγγυλο, που στηριζόταν σε τρία στηρίγματα.
Μια πόρτα άνοιξε και φάνηκε το εσωτερικό της σφαίρας ολόφωτο. Στο άνοιγμα πρόβαλε μια παράξενη φιγούρα, που πήδηξε μαλακά στο έδαφος. Ήταν άνδρας, τεράστιος, φορούσε μια ασημένια μονοκόμματη φόρμα και μπότες στο ίδιο χρώμα, εφαρμοστές στα πόδια του. Στο κεφάλι του φορούσε ένα μεταλλικό κράνος, που έφτανε μέχρι τους ώμους του. Είχε μπροστά ένα ορθογώνιο παραθυράκι και ήταν δύσκολο να διακρίνεις τα χαρακτηριστικά του.
Ο παράξενος άντρας στεκόταν ακίνητος και κοίταζε το κορίτσι, κι εκείνο, με μάτια διεσταλμένα απ’ την περιέργεια, παρατηρούσε το γιγαντόσωμο άνδρα που κατέβηκε από τον ουράνο. Η Μαριάννα προχώρησε προς τον άγνωστο σαν υπνωτισμένη, χωρίς το παραμικρό ίχνος φόβου. Ο ψηλός άντρας αγκάλιασε απαλά τους ώμους της και πήδηξαν προς την ανοιχτή πόρτα. Η πόρτα έκλεισε αμέσως μόλις μπήκαν. Η σφαίρα άρχισε πάλι να φωτίζει δυνατά και με αστραπιαία ταχύτητα χάθηκε στον ουρανό.
Οι γονείς της άρχισαν να ανησυχούν όταν πέρασε η ώρα και το κορίτσι δε γύρισε. Οι γονείς της έψαξαν παντού όμως βρήκαν μόνο τα μπουκάλια που άφησε η Μαριάννα στη βρύση.
Οι κάτοικοι του χωριού σχολίαζαν αρκετό καιρό την εξαφάνιση της Μαριάννας. Σιγά σιγά το γεγονός ξεχάστηκε. Σε λίγο καιρό, κανένας πια, εκτός από τους γονείς της, δε θυμόταν το δεκατετράχρονο κορίτσι που χάθηκε ξαφνικά ένα καλοκαιριάτικο Σάββατο.

                                                                                    Μαρίνα, Ε2