Το
Μπαλαμπάνσκο είναι ένα μικρό χωριό στη Βουλγαρία κοντά σε ένα πολύ μεγάλο
βουνό. Οι κάτοικοι πενήντα όλοι κι όλοι ψώνιζαν από ένα μαγαζί στη μέση της
πλατείας. Προς το στενό μονοπάτι για το δάσος υπήρχε μια βρύση. Όλοι γέμιζαν
από εκεί τα μπουκάλια τους με νερό.
Η
Μαριάννα ζούσε μαζί με τους γονείς της σε ένα σπίτι στο κέντρο του χωριού. Ήταν
δεκατεσσάρων χρονών. Το όνειρό της ήταν να πάει σε μια μεγάλη πόλη και να
σπουδάσει πληροφορική.
Ένα
καλοκαιριάτικο Σάββατο η Πηνελόπη, η μητέρα της Μαριάννας, της ζήτησε να πάει
μέχρι τη βρύση για να γεμίσει τα μπουκάλια με νερό. Όταν έφτασε, σκέφτηκε να
πάει μέχρι το δάσος να κόψει για τη μαμά της μερικά από τα αγαπημένα της λουλούδια, επειδή είχε τη
γιορτή της. Άφησε τα μπουκάλια στη βρύση και ξεκίνησε το δρόμο προς το δάσος.
Προς
το δρόμο σαν κάτι να την έσπρωξε. Γύρισε απότομα το κεφάλι της δεξιά και είδε ένα
δυνατό φως. Η Μαριάννα το κοίταξε παράξενα. Το φως όλο και δυνάμωνε. Έγινε μια
φωτεινή σφαίρα και άρχισε να αιωρείται πάνω από το μονοπάτι. Ύστερα, κάθισε
αθόρυβα στο μονοπάτι. Σιγά σιγά η λάμψη της έσβηνε. Έμεινε μόνο μια αδιόρατη
αίγλη τριγύρω της.
Η
Μαριάννα δεν ένιωθε φόβο μόνο έκπληξη και απορία. Την έτρωγε η περιέργεια να
μάθει τι ήταν το φως που είχε κατέβει από τον ουρανό. Όταν το πλησίασε είδε ότι
ήταν ένα μεταλλικό αντικείμενο, ολοστρόγγυλο, που στηριζόταν σε τρία
στηρίγματα.
Μια
πόρτα άνοιξε και φάνηκε το εσωτερικό της σφαίρας ολόφωτο. Στο άνοιγμα πρόβαλε
μια παράξενη φιγούρα, που πήδηξε μαλακά στο έδαφος. Ήταν άνδρας, τεράστιος,
φορούσε μια ασημένια μονοκόμματη φόρμα και μπότες στο ίδιο χρώμα, εφαρμοστές
στα πόδια του. Στο κεφάλι του φορούσε ένα μεταλλικό κράνος, που έφτανε μέχρι
τους ώμους του. Είχε μπροστά ένα ορθογώνιο παραθυράκι και ήταν δύσκολο να
διακρίνεις τα χαρακτηριστικά του.
Ο
παράξενος άντρας στεκόταν ακίνητος και κοίταζε το κορίτσι, κι εκείνο, με μάτια
διεσταλμένα απ’ την περιέργεια, παρατηρούσε το γιγαντόσωμο άνδρα που κατέβηκε
από τον ουράνο. Η Μαριάννα προχώρησε προς τον άγνωστο σαν υπνωτισμένη, χωρίς το
παραμικρό ίχνος φόβου. Ο ψηλός άντρας αγκάλιασε απαλά τους ώμους της και
πήδηξαν προς την ανοιχτή πόρτα. Η πόρτα έκλεισε αμέσως μόλις μπήκαν. Η σφαίρα
άρχισε πάλι να φωτίζει δυνατά και με αστραπιαία ταχύτητα χάθηκε στον ουρανό.
Οι
γονείς της άρχισαν να ανησυχούν όταν πέρασε η ώρα και το κορίτσι δε γύρισε. Οι
γονείς της έψαξαν παντού όμως βρήκαν μόνο τα μπουκάλια που άφησε η Μαριάννα στη
βρύση.
Οι
κάτοικοι του χωριού σχολίαζαν αρκετό καιρό την εξαφάνιση της Μαριάννας. Σιγά
σιγά το γεγονός ξεχάστηκε. Σε λίγο καιρό, κανένας πια, εκτός από τους γονείς
της, δε θυμόταν το δεκατετράχρονο κορίτσι που χάθηκε ξαφνικά ένα καλοκαιριάτικο
Σάββατο.
Μαρίνα, Ε2
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου