Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Η εξαφάνιση

  

   Η Λήμνος είναι ένα μικρό πανέμορφο νησάκι στο βόρειο Αιγαίο. Το καλοκαίρι δέχεται χιλιάδες επισκέψεις στις παραλίες του. Αντίθετα το χειμώνα το νησί ερημώνει, καθώς ζουν εκεί  οι λιγοστοί κάτοικοί του.
      Ο Κώστας και η Μαρία είναι δύο ξαδερφάκια που πηγαίνουν στην έκτη δημοτικού. Επειδή έχουν την ίδια ηλικία και είναι συμμαθητές, κάνουν συνέχεια παρέα. Ο Κώστας και η Μαρία μένουν στην ίδια γειτονιά. Κάθε απόγευμα συνηθίζουν να παίζουν στη μικρή πλατεία που βρίσκεται κοντά στα σπίτια τους. Αγαπημένα τους παιχνίδια είναι να τρυπώνουν στο καμπαναριό της παλιάς ΄πετρινης μισογκρεμισμένης εκκλησίας στην άκρη της πλατείας. 
     Ένα συνηθισμένο απόγευμα τα δύο παιδιά πήγαν στην πλατεία να παίξουν με τους φίλους και τις φίλες τους. Είχε αρχίσει να βραδιάζει και τα δύο παιδιά πήγαιναν στα σπίτια τους. Κάποια στιγμή ο Κώστας πήγε να κόψει ένα λουλούδι να το δώσει στη Μαρία. 
- Ωραία λουλούδι! σου αρέσει Μαρία; ρώτησε ο Κώστας. Όταν γύρισε να την κοιτάξει, η Μαρία φαινόταν σαν υπνωτισμένη. Μαρία είσαι καλά; τη ρώτησε.
- Ναι, αλλά τι είναι εκείνο το φως στο λόφο;
- Δεν ξέρω. Πάμε να δούμε;
- Εντάξει, πάμε!!!
      Τα παιδιά ανέβηκαν στο λόφο, το φως όλο και δυνάμωνε. Τα παιδιά δε σταμάτησαν, αλλά συνέχισαν την πορεία τους. Ξαφνικά είδαν μπροστά τους δύο γιγάντιες φιγούρες που έμοιαζαν σαν άνθρωποι. Φορούσαν λευκές στολές, είχαν ύψος υπερφυσικό, κάπου στα τρία μέτρα και φαινόντουσαν γεροδεμένοι! Τα παιδιά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Ήταν σαν υπνωτισμένα! Μόνο μια φράση ακούστηκε: " Ελάτε μαζί μας" ! Αυτά τα παιδιά δεν τα ξαναείδε ποτέ κανείς!
     Οι γονείς και οι συγγενείς έψαχναν τα παιδιά πολύ καιρό, αλλά τίποτα, πουθενά δεν τα βρήκαν! Έτσι και αλλιώς με τα χρόνια ξεχάστηκαν, άλλωστε οι άνθρωποι είχαν πιο σημαντικά πράγματα να κάνουν...!

                                                               Άννα, Ε΄1

Ένας δεύτερος πράσινος πλανήτης

    

     Ήταν βράδυ στην Ελλάδα. Ένα κορίτσι περπατούσε μονάχο στο δρόμο, τουρτουρίζοντας. Βιαζόταν να φτάσει στο σπίτι της να αντικρίσει τους γονείς της.
     Την έλεγαν Άννα και ήθελε να γίνει κηπουρός όταν μεγάλωνε. Αγαπούσε πολύ τα λουλούδια και τα δέντρα. Ήξερε τα πάντα γι' αυτά. Ήξερε πότε φυτρώνουν και πως, τι ήταν βλαβερό για την υγεία τους και τι όχι. Όταν θα γινόταν ενήλικας, είχε αποφασίσει να φτιάξει έναν τεράστιο πολύχρωμο κήπο.
      Ξαφνικά, άκουσε έναν ήχο που όλο και δυνάμωνε, πίσω της. Ακουγόταν σαν βουητό. Γύρισε απότομα το κεφάλι της και είδε έναν ιπτάμενο δίσκο, φτιαγμένο από ατσάλι και χρυσό να κατεβαίνει στη γη. Όταν πάτησε πάνω στη γη, άνοιξε μια μεταλλική πόρτα και μέσα απ' το σκάφος βγήκαν δύο παράξενοι εξωγήινοι. 
      Είχαν ανθρώπινα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο, αλλά στο κεφάλι τους φορούσαν ένα μεταλλικό κράνος με γυαλί μπροστά, από το οποίο ξεπετάγονταν δύο πράσινες κεραίες. Φορούσαν μια μαύρη, μακριά κάπα κι από κάτω μια κόκκινη φόρμα γυμναστικής που έλαμπε και ένα ζευγάρι κατάμαυρες μπότες.
      Η Άννα φοβήθηκε. Ξαφνικά ένιωθε πως ήταν τόσο μικρή και ανυπεράσπιστη. Οι δύο εξωγήινοι της χαμογέλασαν γαλήνια. Η Άννα ηρέμησε. Σκέφτηκε πως οι εξωγήινοι μάλλον θα είχαν φιλικές διαθέσεις. Ακολούθησε σαν μαγνητισμένη τους εξωγήινους που έμπαιναν στο σκάφος τους. 
      Μόλις κατάλαβε πως το σκάφος είχε ανυψωθεί και πως η πόρτα είχε κλείσει πίσω της, ρώτησε τους εξωγήινους:
- Γιατί ήρθατε στην Ελλάδα και γιατί με ... με υπνωτίσατε και με φέρατε στο σκάφο σας;
- Ήρθαμε από πολύ μακριά για να βρούμε έναν άνθρωπο με εξαιρετικές κηπουρικές ικανότητες. Ο πλανήτης μας είναι κατάξερος και θέλουμε να τον πρασινίσουμε με τη βοήθεια αυτού του ανθρώπου. Μάθαμε για σένα, για τις εξαιρετικές σου ικανότητες και την αγάπη σου για τα φυτά και ήρθαμε να σε πάρουμε, απάντησαν οι εξωγήινοι.
     Η Άννα ένιωσε περήφανη. Όχι μόνο θα γινόταν κηπουρός, αλλά θα πρασίνιζε έναν ολόκληρο πλανήτη. Ήταν ευτυχισμένη. Η περιπέτειά της άρχιζε...

                                                                               Ειρήνη, Ε΄1

Η μυστηριώδης εξαφάνιση

   

     Μια φορά κι έναν καιρό στη Χίο σ' ένα χωριό ζούσε ο Γιάννης, ένα πανέξυπνο και γενναιόδωρο παιδί. Ήταν καλός σε όλα τα μαθήματα και πάντα στους βαθμούς προόδου του έπαιρνε άριστα.
     Μια μέρα γυρνώντας από το σχολείο είδε ένα αστέρι να πέφτει. Επειδή νόμιζε ότι τα αστέρια καταλήγουν στη γη, ήθελε να το ακολουθήσει για να το δει από κοντά. Μετά από περπάτημα πολλών ωρών απογοητεύτηκε και θέλησε να γυρίσει πίσω, όμως το αστέρι έπεσε ξαφνικά μπροστά του. Εκείνη τη στιγμή άκουσε μια δυνατή φωνή να του λέει ότι πρέπει να πάει μαζί του. Ο Γιάννης τρόμαξε και πήγε να φύγει, όμως το σώμα του χωρίς να το θέλει, τον πήγε κοντά στο αστέρι. Τότε είδε ένα πάρα πολύ δυνατό φως και μέσα από αυτό να ξεπροβάλλει ένας γιγάντιος άνθρωπος με γαλάζια στολή, κίτρινες μπότες, κίτρινα γάντια και γαλάζιο κράνος, το οποίο ήτανε μέχρι τα αυτιά και έκρυβε τα μάτια του. Ο εξωγήινος σήκωσε την παλάμη του προς το Γιάννη και τότε ο Γιάννης κατευθείαν περπάτησε προς αυτόν. Τον έβαλε μες στο διαστημόπλοιο και έφυγαν στο διάστημα.
      Οι γονείς του Γιάννη είχαν ανησυχήσει πάρα πολύ, γιατί ο Γιάννης δεν είχε γυρίσει. Ο μπαμπάς του βγήκε να τον ψάξει. Ξαφνικά άκουσε μια φωνή να φωνάζει: " μπαμπά, μπαμπά! " και τότε είδε το γιό του να τρέχει προς εκείνον. Ο μπαμπάς του τον αγκάλιασε και τον ρώτησε γιατί είχε αργήσει και εκείνος του εξήγησε ότι ξέχασε να του πει ότι η δασκάλα τους θα τους κρατούσε δύο ώρες ακόμα για να κάνουν κατασκευές για το χριστουγιεννιάτικο Bazaar του σχολείου τους.
     Ο μικρός Γιάννης δεν αποκάλυψε ποτέ το μεγάλο του μυστικό...

                                          Χριστόφορος, Ε΄1

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

Τα τέσσερα ιδιοφυή παιδιά

   

  Η Πετρούπολη είναι ένας δήμος της Αττικής που βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Αιγάλεω. Εκεί που τελειώνει η πόλη βρίσκεται ένα δημοτικό σχολείο που στα παράθυρά του βλέπεις όμορφες ζωγραφιές.
     Στην οδό Κωστή Παλαμά ζει ο Παναγιώτης που έχει τρεις ιδιοφυείς φίλους το Γιάννη, το Χριστόφορο και το Στάθη. Κάθε απόγευμα μαζεύονται στο δεντρόσπιτό τους και φτιάχνουν διάφορες έξυπνες κατασκευές.
     Το καλοκαίρι οι τέσσερις φίλοι πηγαίνουν στο δάσος για να παίξουν διάφορα παιχνίδια. Μια μέρα καθώς έπαιζαν κρυφτό, είδαν ξαφνικά ένα δυνατό φως και πήγαν να δουν τι συμβαίνει. Ένας γίγαντας με μια ολόχρυση στολή στεκότανε μπροστά τους και τους είπε να τον ακολουθήσουν. Η φωνή του εξωγήινου δεν έφτανε στα αυτιά των παιδιών, όμως αυτά κατάλαβαν με τη σκέψη τι τους έλεγε ο εξωγήινος. Ξαφνικά είδαν μια κατακόκκινη λάμψη να πέφτει απάνω τους και σιγά σιγά η λάμψη άρχισε να τους τραβάει προς τα πάνω. Μπαίνοντας μέσα στο διαστημόπλοιο είδαν πολλούς γίγαντες να τους καλωσορίζουν και να τους παρακαλούν να τους βοηθήσουν να βρουν και αν μπορούν να φτιάξουν τη βλάβη στο διαστημόπλοιο για να μπορέσουν να επιστρέψουν στον πλανήτη τους το Ζίπιρο.Οι τέσσερις φίλοι δέχτηκαν με ευχαρίστηση και έπεσαν αμέσως με τα μούτρα στη δουλειά.  Σε πολύ λίγο χρόνο βρήκαν τη βλάβη και την επισκεύασαν, το διαστημόπλοιο λειτούργησε ξανά. Οι Ζιπιριώτες για να τους ευχαριστήσουν διοργάνωσαν ένα πάρτι προς τιμήν τους. Ο κυβερνήτης του σκάφους τους έδωσε πολλά δώρα και τους είπε ότι όποτε θέλουν να επισκεφτούν τον πλανήτη τους.
      Ξαφνικά ο Παναγιώτης πετάχτηκε από το κρεβάτι του και σκέφτηκε ότι όλα αυτά που έζησε ήταν ένα ωραίο όνειρο! Αλλά στο γραφείο του υπήρχε ένα από τα δώρα των εξωγήινων! Αυτό το όνειρο... ήταν μια ξεχωριστή εμπειρία γι' αυτό το παιδί.

                                      Παναγιώτης, Ε΄1

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

Η εξαφάνιση του Αντάν

    

     Σ' ένα χωριό κοντά στην έρημο Σαχάρα στην Αφρική, ζει ο οχτάχρωνος Αντάν μαζί με την οικογένειά του. 
     Ήταν ένα καθημερινό απόγευμα στις έξι, που ο Αντάν γύριζε με δυο κανάτες νερό στο σπίτι του, που είχε γεμίσει από έναν ποταμό. Γυρνώντας όμως σπίτι του είδε μια μεγάλη μπάλα ίσα με το ύψος του. Από μέσα της βγήκαν δύο πολύ κοντά ανθρωπάκια με μεγάλα αυτιά. Ο Αντάν χωρίς φόβο τους μίλησε, όμως αυτά δεν απάντησαν...
      Η ώρα είχε φτάσει εννιά και οι γονείς του ανησυχούσαν γι' αυτόν. Την επόμενη μέρα, αφού ο Αντάν δεν είχε γυρίσει σπίτι, οι γονείς του πήγαν να τον ψάξουν στο ποτάμι. Εκεί είδαν τις δύο κανάτες με το νερό πεταμένες κάτω.
    Ο Αντάν βρισκόταν στην Αλάσκα μαζί με τα δύο ανθρωπάκια.
- Γιατί με φέρατε εδώ; Ποιοι είστε; ρώτησε ο Αντάν.
- Είμαστε δύο εξωγήινοι που μελετάμε χρόνια τον κόσμο σας και εσείς οι άνθρωποι είστε ξεχωριστοί! απάντησαν.
-Αφού μας θεωρείτε τόσο ξεχωριστούς γιατί φέρεστε έτσι σ' έναν άνθρωπο; είπε ειρωνικά ο Αντάν.
-Ναι, συγγνώμη γι' αυτό, αλλά σε θέλουμε για ένα όπλο που φτιάχνουμε, το "γαληνοτή", που θα φέρει γαλήνη σε όλους τους ανθρώπους, οι οποίοι έχουν αγριέψει τον τελευταίο καιρό. Θέλουμε να πάρουμε χωρίς πόνο ένα κομματάκι από την ψυχή ενός αθώου παιδιού, σαν κι εσένα, είπαν οι εξωγήινοι.
-Δέχομαι! είπε ο Αντάν.
        Έτσι κι έγινε. Ο "γαληνοτής" έφερε γαλήνη στον κόσμο και πήγε με έναν φανταστικό τρόπο τον Αντάν στο σπίτι του!

                                               Τσ. Γιάννης, Ε΄1
                                                                                        

Η εξαφάνιση του Σαμ

      Η Σλοβενία έχει πολύ ωραία τοπία και πολύ όμορφα βουνά. Έχει επίσης και μεγάλες πόλεις.
    Ένα δεκαοχτάχρονο αγόρι, ο Σαμ, είχε γιορτή και  οι γονείς του του έκαναν δώρο ένα ταξίδι στην Ιταλία για δύο ημέρες. Καθώς γύριζε από την Ιταλία, η οικογένειά του θα του έκανε ένα πάρτυ - έκπληξη. Ο Σαμ, για να κόψει δρόμο, πέρασε μέσα από το πάρκο της γειτονιάς του. Όταν περνούσε από το πάρκο, είδε μια πράσινη λάμψη. Χωρίς να σκεφτεί τίποτα, έτρεξε κοντά της. Εκεί είδε ένα πολύ ψηλό άντρα με πολύ μακριά μαλλιά. Σαν υπνωτισμένος πήγε κοντά στον άντρα και αυτός τον άρπαξε στο σκάφος του.
      Το πρωί όταν ξύπνησε, βρισκόταν σε μια φυλακή του σκάφους. Το σκάφος ήταν στον Πλούτωνα και είχε προορισμό τη Γη. Μόλις έφτασε το σκάφος στη Γη, ένιωσε πιο ασφαλής, γιατί μέχρι τότε ήταν φοβισμένος. Ο άντρας έπιασε το Σαμ και τον κατέβασε από το σκάφος του. Ο Σαμ τρομαγμένος πήγε τρέχοντας στο σπίτι του.
      Μόλις μπήκε μέσα στο σπίτι του, οι γονείς του έτρεξαν να τον αγκαλιάσουν, επειδή φοβήθηκαν πολύ.
- Πού ήσουν; Ανησυχήσαμε πολύ, είπε η μαμά.
- Δε θυμάμαι, αλλά τρόμαξα πολύ, απάντησε ο Σαμ. Ο μπαμπάς πρότεινε να τα ξεχάσουν όλα αυτά, γιατί είχαν ένα πάρτυ στη μέση. Το ίδιο απόγευμα έγινε το πάρτυ του Σαμ και πέρασε ... φανταστικά!
                                                                                                                     
                                                         Στάθης, Ε΄1