Ήταν
βράδυ, χειμώνας, παγωνιά παντού. Όλοι οι άνθρωποι, ντυμένοι σαν Εσκιμώοι, βιάζονταν
να πάνε να ζεσταθούν κοντά στο τζάκι. Παρίσι, η πόλη του φωτός. Τέτοια ώρα ο
πύργος του Άιφελ στολίζεται σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Ένα
κορίτσι, η Κλαιρ που έμενε ακριβώς στην καρδιά του Παρισιού, κοιτούσε από το
παράθυρο. Μια ματιά χωρίς ουσία, χωρίς μέλλον. Η Κλαιρ ήταν ένα ιδιαίτερο
παιδί. Έβλεπε με διαφορετικό μάτι τη ζωή. Όταν οι άλλοι έβλεπαν μαύρο, εκείνη
έβλεπε λευκό. Παρόλο που ήταν τυφλή, ήξερε να διασκεδάζει και να βλέπει απ’ την
ψυχή. Όταν άγγιζε το χιόνι ή ένα λουλούδι ένιωθε κάτι βαθιά μέσα στην ψυχή της.
Η
Κλαιρ ζούσε μόνο με τη μαμά της, που εκείνη τη φρόντιζε και την αγαπούσε με όλη
της την καρδιά. Ο πατέρας της την είχε εγκαταλείψει όταν ήταν μικρή. Η Κλαιρ
ήλπιζε ότι θα γυρνούσε. Ήθελε να το πιστεύει αυτό. Η μαμά της δούλευε σε μία
εταιρεία από το πρωί ως το βράδυ και πάντα φρόντιζε να υπάρχει φαγητό σπίτι,
και αν και δεν κέρδιζε και πολλά χρήματα, έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Η Κλαιρ
μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα μόνη της, ακόμα και να περπατάει μεγάλες
διαδρομές. Πολλές φορές τη συνόδευαν οι φίλες της, η Μαρί και η Λίζα.
Ήταν
μεσημέρι και η Κλαιρ μόλις είχε σχολάσει από το σχολείο. Η Μαρί της πρότεινε να
πάνε στον πύργο του Άιφελ, στα μικρά συντριβάνια. Η Κλαιρ λάτρευε να ακούει τον
ήχο του νερού. Μόλις έφτασαν εκεί πήγε να αγοράσει δύο τσίχλες από το κοντινό
περίπτερο και άφησε την Κλαιρ στο μεγάλο συντριβάνι. Η Κλαιρ έσκυψε να πιάσει
λίγο νερό από το συντριβάνι αλλά το βραχιόλι της έπεσε μέσα. Η Κλαιρ άρχισε να
το ψάχνει μες το νερό όμως ξαφνικά ένιωσε μια παρουσία δίπλα της να της λέει να
μη φοβηθεί. Της είπε επίσης να την ακολουθήσει. Δεν ξέρει τι έγινε αλλά μόλις
ακούμπησε το χέρι της στο δικό του, ένιωσε μια τρομερή εμπιστοσύνη και τον
ακολούθησε.
Η
Μαρί μόλις γύρισε δε βρήκε την Κλαιρ όσο κι αν έψαξε. Η μητέρα της μάταια
τηλεφωνούσε στην αστυνομία και έψαχνε μερόνυχτα ολόκληρα. Ήταν απελπισμένη.
Κανείς όμως δεν πρόσεξε το βραχιόλι μέσα στο συντριβάνι, τον ιπτάμενο δίσκο και
τον πανύψηλο άντρα με την ασημένια στολή! Γιατί άραγε;
Ειρήνη, Ε2
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου